- κυρηβάτης
- κυρηβάτης ἡ κυριβάτης, ὁ (Α) [κυρηβάζω]1. φιλόνεικος, εριστικός2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἀσελγὴς ἐν τῷ λοιδορεῑν».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυρηβάτης — quarreller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύρηβος — και κύριβος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κυρηβάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τα κυρηβάζω και κυρηβάτης] … Dictionary of Greek
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek